- δημοδιδασκάλισσα
- ηβλ. δημοδιδάσκαλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δημοδιδάσκαλος — ο (θηλ. δημοδιδασκάλισσα, η) (Α δημοδιδάσκαλος, ο) ο δάσκαλος τής δημοτικής εκπαιδεύσεως, ο εκπαιδευτικός που διδάσκει στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση αρχ. ο ιεροκήρυκας. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. δημοδιδάσκαλος και δημοδιδασκάλισσα μαρτυρούνται στην Εφημερίδα… … Dictionary of Greek
δημοδιδάσκαλος — ο θηλ. δημοδιδασκάλισσα δάσκαλος της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, του δημοτικού σχολείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)